ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ondó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ondó

σπερματοζωάριο

ondósejt

σπέρμα◼◼◼

σπερματοζωάριο

bemondó

εκφωνητής

ο εκφωνητής (η εκφωνήτρια)

ellentmondó

αντιφατικός◼◼◼

Το ιστορικό σας