ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

oldás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
oldás

διάλυση/αποσύνθεση/διαχωρισμός

környezeti problémamegoldás

επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων

megoldás

λύση◼◼◼

λύση (η, tsz. -εις)◼◼◼

επίλυση◼◼◼

απόφαση◼◼◻

απάντηση◼◻◻

διάλυμα◼◻◻

Το ιστορικό σας