ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

olasz(ember/férfi - nő) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
olasz(ember/férfi - )

Ιταλός (η) – Ιταλίδα (η)

Το ιστορικό σας