ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

olajvezeték σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
olajvezeték

αγωγός μεταφοράς πετρελαίου/πετρελαιαγωγός

Το ιστορικό σας