ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

okozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
okozó

αιτιώδης◼◼◼

fokozó

αύξουσα◼◼◼

homokozó

αμμοδοχείο

αμμοδόχος

kórokozó

παθογόνος◼◼◼

παθογόνο/παθογόνος μικροοργανισμός

kórokozó szervezet

παθογόνος οργανισμός

rákokozó

καρκινογόνος

Το ιστορικό σας