ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyugdíj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyugdíj

σύνταξη◼◼◼

επίδομα◼◼◻

επιδότηση◼◻◻

πανσιόν

nyugdíj alap

συνταξιοδοτικό σχέδιο

nyugdíjas

σύνταξη◼◼◼

nyugdíjas vagyok

έχω πάρει σύνταξη

nyugdíjazás

συνταξιοδότηση◼◼◼

σύνταξη◼◼◻

αφυπηρέτηση◼◻◻

nyugdíjba megy

αποχωρώ

συνταξιοδοτούμαι

Το ιστορικό σας