ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyomás/terhelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyomás/terhelés

πίεση/σύνθλιψη/τάση/διαφορά δυναμικού/φόρτος

Το ιστορικό σας