ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyitvatermők σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyitvatermők

αγγειόσπερμα

γυμνόσπερμα

καλλωπιστικά φυτά

Nyitvatermők

Γυμνόσπερμο

Το ιστορικό σας