ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyitva σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyitva

ανοικτά◼◼◼

ανοιχτός◼◻◻

εκκρεμής◼◻◻

ανοίγω

nyitva vannak ...?

είστε ανοιχτά...;

nyitvatermők

αγγειόσπερμα

γυμνόσπερμα

καλλωπιστικά φυτά

24 órás nyitvatartás

ανοικτά όλο το εικοσιτετράωρο

a hét minden napján 10.00-tól 20-00-ig tartunk nyitvan

είμαστε ανοιχτά από τις δέκα εως τις οκτώ, και τις επτά ημέρες της εβδομάδας

hétfőtől péntekig, 9.00-tól 17.00-ig vagyunk nyitva

είμαστε ανοιχτά από τις εννιά εως τις πέντε, δευτέρα με παρασκευή

meddig vannak nyitva?

μέχρι τί ώρα είστε ανοιχτά;

melyek azok az éjszakák, amikor nyitva vannak?

ποια βράδια είστε ανοιχτά;

mikor vannak nyitva?

τι ώρες είστε ανοιχτά;

nyitott, nyitva

ανοικτός (-ή-ό)

Το ιστορικό σας