ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyitott σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyitott

ανοιχτός◼◼◼

ανοίγω

ανοιχτός (anoichtós)

nyitott, nyitva

ανοικτός (-ή-ό)

Το ιστορικό σας