ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyelvi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyelvi

γλωσσικός

γλωσσολογικός

köznyelvi

δημώδης

κοινολεκτικός

Το ιστορικό σας