ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyílt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyílt

διαφανής◼◼◼

ανοιχτός◼◼◻

ανοιχτός (anoichtós)◼◼◻

ρητός◼◻◻

σαφής◼◻◻

ανεγκρατής

ειλικρινής

nyílt tenger

ανοικτή θάλασσα◼◼◼

nyíltság

ειλικρίνεια

nyílttengeri halászat

αλιεία ανοικτής θαλάσσης