ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nomád σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nomád

νομάδας (νομάς)/περιπλανώμενος

νομάς

περιπλανώμενος

Το ιστορικό σας