ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nitrát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nitrát

νιτρικό (άλας)◼◼◼

nitrátmentesítés

απονίτρωση/διάσπαση νιτρικών

hulladékgáz nitrátmentesítése

απονίτρωση απαερίων

peroxiacetilnitrát

νιτρικό υπεροξυακετύλιο (PAN)

Το ιστορικό σας