ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nemzetség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nemzetség

γένος◼◼◼

είδος◼◼◻

Nemzetség (rendszertan)

Γένος (βιολογία)◼◼◼

Το ιστορικό σας