ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

napló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
napló

ημερολόγιο (imerolóyio)◼◼◼

αρχείο◼◼◻

περιοδικό

εφημερίδα

hajónapló

ημερολόγιο◼◼◼

Το ιστορικό σας