ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nagybani σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nagybani

χονδρική◼◼◼

χονδρικός◼◼◻

nagybani gyümölcs- zöldségtermesztés

παραγωγή φρούτων και λαχανικών για την αγορά

Το ιστορικό σας