ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nőstény (2) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nőstény (2)

θηλυκό (thilykó)◼◼◼

θήλυ (thíly)

Το ιστορικό σας