ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

növekedés,(fizetés-/ár)emelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
növekedés,(fizetés-/ár)emelés

αύξηση (η, tsz. -εις)

Το ιστορικό σας