ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mutál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mutál

ελάττωμα

κρακ

κρότος

ράγισμα

ραγίζω

ρωγμή

σπάω

χαραμάδα

Το ιστορικό σας