ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

munkás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
munkás

εργαζόμενος◼◼◼

εργάτης◼◻◻

κουλτούρα◼◻◻

δουλευτής

εργάτρια

εργατικός

munkás

εργάτρια

Munkáspárt (Egyesült Királyság)

Εργατικό κόμμα (Ηνωμένο Βασίλειο)◼◼◼

fémmunkás

μεταλλουργός◼◼◼

Nemzetiszocialista Német Munkáspárt

Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα

szakmunkás

τεχνίτης

építőmunkás

χτίστης

Το ιστορικό σας