ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mosogató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mosogató

βουλιάζω

βυθίζω

νιπτήρας

mosogatógép

πλυντήριο◼◼◼

mosogatórongy

βετέξ

mosogatószer

απορρυπαντικό πιάτων◼◼◼

Το ιστορικό σας