ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mos (→ πλένομαι mosakszik, mosható) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mos (→ πλένομαι mosakszik, mosható)

πλένω (πλύνω)

Το ιστορικό σας