ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mormol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mormol

μουρμουρίζω

μουρμουρητό

mormolás

μουρμουρίζω

μουρμουρητό

μουρμούρα

Το ιστορικό σας