ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mongol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mongol

Μογγολική◼◼◼

Μογγολικά

μογγολικά

μογγολικός

Μογγόλα

Μογγόλα (Mongóla)

Μογγόλος

Μόγγολος

Μόγγολος (Móngolos)

Το ιστορικό σας