ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

moly σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
moly

νυχτοπεταλούδα

νυχτοπεταλούδα (nikhtopetaloúδa)

σκόρος

molylepke

σκώρος

felmerült egy komoly kérdés

έχει προκύψει ένα σπουδαίο ερώτημα

Gomolyfelhő

Σωρείτες

komoly

σοβαρός (-ή-ό)◼◼◼

σοβαρότητα◼◼◻

επαχθής◼◻◻

εντεταμένος

komolyan

σοβαρά◼◼◼

komolyság

σοβαρότητα◼◼◼

komolyzene

κλασική μουσική

molyog

παραπαίω

zsámoly

κόπρανα

σκαμνί

σκαμπό

υποπόδιο

Το ιστορικό σας