ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

meteorológiai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
meteorológiai

στοιχεία◼◼◼

μετεωρολογικός◼◼◼

meteorológiai katasztrófa

μετεωρολογική καταστροφή

meteorológiai kutatás

μετεωρολογική έρευνα

meteorológiai paraméter

μετεωρολογική παράμετρος

Meteorológiai Világszervezet

Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός◼◼◼

Το ιστορικό σας