ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mesterséges tó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mesterséges tó

δεξαμενή/τεχνητή λίμνη

τεχνητή λίμνη

Το ιστορικό σας