ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mesterséges σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mesterséges

τεχνητός◼◼◼

συνθετικός◼◻◻

αφύσικος

mesterséges bolygó/műhold

τεχνητός δορυφόρος

mesterséges intelligencia

τεχνητή νοημοσύνη◼◼◼

Mesterséges intelligencia

Τεχνητή νοημοσύνη◼◼◼

mesterséges megtermékenyítés

εξωσωματική γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítési módszer

τεχνητή γονιμοποίηση

mesterséges szövet

συνθετικές ίνες

mesterséges

δεξαμενή/τεχνητή λίμνη

τεχνητή λίμνη

Το ιστορικό σας