ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mesél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mesél

διηγούμαι

elmesél

λέω (πω, είπα)

elmesélek egy történetet

θα σου πω μια ιστορία

Το ιστορικό σας