ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

menta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
menta

μέντα◼◼◼

borsmenta

μέντα◼◼◼

csombormenta

φλισκούνι◼◼◼

environmentalizmus

περιβαλλοντολογία

fodormenta

δυόσμος◼◼◼

fundamentalizmus

φονταμενταλισμός

szentimentalizmus

συναισθηματισμός

Το ιστορικό σας