ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

menet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kimenetel

θέμα◼◻◻

επίτευξη◼◻◻

επιτυχία

munkamenet

συνεδρίαση◼◼◼

üzletmenet

εμπόριο◼◼◼

ανταλλαγή◼◼◻

vasúti menetdíj

τιμή εισητηρίου

12

Το ιστορικό σας