ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mell σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mentőmellény

σωσίβιο◼◼◼

mentőmellények

σωσίβια

mindamellett

ωστόσο◼◼◼

εντούτοις◼◼◻

αν και◼◻◻

όμως◼◻◻

παρ' όλα αυτά◼◻◻

έστω και αν

μολαταύτα

παρά ταύτα

ragaszkodik vmihez, kitart vmi mellett

επιμένω (επιμείνω)

szomszédos, mellette lévő

παρακείμενος

tudja a mellékét?

σε ποιά γραμμή θα τον βρώ;

van valamilyen mellékhatása?

έχει τυχόν παρενέργεις;

234

Το ιστορικό σας