ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megtisztít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megtisztít

εξαγνίζω

megtisztítás

(απο)καθαρισμός/εξυγίανση

Το ιστορικό σας