ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megtermékenyítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megtermékenyítés

γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítés

εξωσωματική γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítési módszer

τεχνητή γονιμοποίηση

Το ιστορικό σας