ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megszállás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megszállás

κατοχή◼◼◼

κατάληψη◼◼◻

απασχόληση

αποικισμός

megszállás/elfoglalás

αποικισμός

Το ιστορικό σας