ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megold σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megold

λύνω

megoldás

λύση◼◼◼

λύση (η, tsz. -εις)◼◼◼

επίλυση◼◼◼

απόφαση◼◼◻

απάντηση◼◻◻

διάλυμα◼◻◻

hálás lennék ha mihamarabb megoldaná ezt a kérdést.

θα σας ήμουν ευγνώμων εαν μπορούσατε να επιληφθείτε του θέματος το γρηγορότερο δυνατόν.

ki-/megold

λύ(ν)ω

környezeti problémamegoldás

επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων

Το ιστορικό σας