ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megkülönböztet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megkülönböztet

διακρίνω

ξεχωρίζω

megkülönböztethető

διακριτός◼◼◼

διακρίσιμος

megkülönböztetés

διάκριση◼◼◼

διαφοροποίηση◼◼◻

megkülönböztető

διακριτικός◼◼◼

μεροληπτικός◼◻◻

Το ιστορικό σας