ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megkötés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megkötés

αζωτοδέσμευση

αζωτοδέσμευση/δέσμευση αζώτου

δέσμευση αζώτου

nitrogén le/megkötés

αζωτοδέσμευση

αζωτοδέσμευση/δέσμευση αζώτου

δέσμευση αζώτου

Το ιστορικό σας