ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

meggyőz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
meggyőz

πείθω

meggyőz, rávesz

πείθω

meggyőző

πειστικός◼◼◼

meggyőződés

πεποίθηση◼◼◼

πιστεύω◼◼◻

απόρρητο◼◻◻

εμπιστοσύνη◼◻◻

φρόνημα◼◻◻

βεβαιότητα

δοξασία

πίστη

Το ιστορικό σας