ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megelőző σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megelőző

προληπτικός◼◼◼

υπόθεση◼◼◼

πρώην◼◼◼

προηγούμενος◼◻◻

megelőző intézkedés

προληπτικό μέτρο◼◼◼

Το ιστορικό σας