ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megállapít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megállapít

κράτος◼◼◼

καθεστώς◼◼◼

κατάσταση◼◼◻

επικράτεια◼◼◻

καθιερώνω

környezeti hatás megállapítása

δήλωση περιβαλλοντικών επιπτώσεων