ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mecset σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mecset

τέμενος◼◼◼

τέμενος (témenos)◼◼◼

τζαμί◼◼◼

τζαμί (tzamí)◼◼◼

Mecset

Τζαμί◼◼◼

Το ιστορικό σας