ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

maximális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
maximális

μέγιστος◼◼◼

maximális immisszió koncentráció

μέγιστη συγκέντρωση όχλησης

maximális megengedett koncentráció

μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση

maximális megengedhető határérték szabályozása

κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια

Το ιστορικό σας