ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

maszturbál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
maszturbál

αυνανίζομαι

αυνανίζομαι (avnanízomai)

μαλακίζομαι

Το ιστορικό σας