ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mandula σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mandula

αμύγδαλο◼◼◼

αμύγδαλο (amýdgalo)◼◼◼

αμυγδαλή

αμυγδαλιά

μύγδαλο

mandulafa

αμυγδαλιά

mandulaolaj

αμυγδαλέλαιο

Το ιστορικό σας