ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

magát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
magát

εσάς◼◼◼

magától

αυτόματα◼◼◼

magától értetődő

αδιαμφισβήτητος

αυταπόδεικτος

αυτονόητος

elszégyellte magát és elfutott

ντράπηκε και έφυγε τρέχοντας

meggondolja magát

μετανιώνω

megérteti magát

συνεννοούμαι

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

ξεκουράζω

szégyenlősködik, (el)szégyelli magát

ντρέπομαι

tart (→ κρατιέμαι tartja magát)

κρατάω

álmosnak érezheti magát

μπορεί να σας φέρει υπνηλία

általában hogy érzi magát?

πώς νιώθετε τον τελευταίο καιρό γενικότερα;

érez, érzi magát

αισθάνομαι (αισθανθώ)

Το ιστορικό σας