ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mérnöki tudomány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mérnöki tudomány

μηχανική

μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός

μηχανολογία

σχεδιασμός

agrármérnöki tudomány

γεωργική μηχανική

hajómérnöki tudomány

ναυτική μηχανολογία

környezetmérnöki tudomány

μηχανική περιβάλλοντος

μηχανική περιβάλλοντος/περιβαλλοντική τεχνική

περιβαλλοντική τεχνική

villamosmérnöki tudomány

κατασκευή ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών

vízépítőmérnöki tudomány

υδραυλική μηχανική/έργα υδραυλικού μηχανικού

építőmérnöki tudomány

έργα (κλάδος) πολιτικού(ών) μηχανικού(ών)

Το ιστορικό σας