ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mérőeszköz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mérőeszköz

συσκευή (όργανο) μέτρησης/μετρητής◼◼◼

Το ιστορικό σας