ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mély σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
személyzeti menedzser

προσωπικός μάνατζερ

természetes személy

φυσικό πρόσωπο◼◼◼

123

Το ιστορικό σας